Translation meaning & definition of the word "anachronism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναχρονισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anachronism
[Αναχρονισμόσ]/ənækrənɪzəm/
noun
1. Something located at a time when it could not have existed or occurred
- synonym:
- anachronism ,
- mistiming ,
- misdating
1. Κάτι που βρίσκεται σε μια εποχή που δεν θα μπορούσε να υπάρξει ή να συμβεί
- συνώνυμο:
- αναχρονισμόσ ,
- απερίσκεπτοσ ,
- εσφαλμένη
2. An artifact that belongs to another time
- synonym:
- anachronism
2. Ένα τεχνούργημα που ανήκει σε άλλη εποχή
- συνώνυμο:
- αναχρονισμόσ
3. A person who seems to be displaced in time
- Who belongs to another age
- synonym:
- anachronism
3. Ένα άτομο που φαίνεται να εκτοπίζεται εγκαίρως
- Ποιος ανήκει σε άλλη εποχή
- συνώνυμο:
- αναχρονισμόσ
Examples of using
A soldier is an anachronism of which we must get rid.
Ένας στρατιώτης είναι ένας αναχρονισμός για τον οποίο πρέπει να απαλλαγούμε.