Translation meaning & definition of the word "anabolic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβολικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anabolic
[Αναβολικόσ]/ænəbɑlɪk/
adjective
1. Of or related to the synthetic phase of metabolism
- synonym:
- anabolic
1. Από ή σχετίζονται με τη συνθετική φάση του μεταβολισμού
- συνώνυμο:
- αναβολικός
2. Characterized by or promoting constructive metabolism
- "Some athletes take anabolic steroids to increase muscle size temporarily"
- synonym:
- anabolic
2. Χαρακτηρίζεται ή προωθεί τον εποικοδομητικό μεταβολισμό
- "Μερικοί αθλητές παίρνουν τα αναβολικά στεροειδή για να αυξήσουν το μέγεθος μυών προσωρινά"
- συνώνυμο:
- αναβολικός