Translation meaning & definition of the word "amusing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασκεδαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amusing
[Διασκεδαστικό]/əmjuzɪŋ/
adjective
1. Providing enjoyment
- Pleasantly entertaining
- "An amusing speaker"
- "A diverting story"
- synonym:
- amusing ,
- amusive ,
- diverting
1. Παροχή απόλαυσης
- Ευχάριστα διασκεδαστικό
- "Διασκεδαστικός ομιλητής"
- "Μια αποκλίνουσα ιστορία"
- συνώνυμο:
- διασκεδαστικό ,
- απατηλός ,
- εκτροπή
2. Arousing or provoking laughter
- "An amusing film with a steady stream of pranks and pratfalls"
- "An amusing fellow"
- "A comic hat"
- "A comical look of surprise"
- "Funny stories that made everybody laugh"
- "A very funny writer"
- "It would have been laughable if it hadn't hurt so much"
- "A mirthful experience"
- "Risible courtroom antics"
- synonym:
- amusing ,
- comic ,
- comical ,
- funny ,
- laughable ,
- mirthful ,
- risible
2. Προκαλώντας ή προκαλώντας γέλιο
- "Μια διασκεδαστική ταινία με ένα σταθερό ρεύμα φάρσες και φατρίες"
- "Ένας διασκεδαστικός φίλος"
- "Ένα κωμικό καπέλο"
- "Μια κωμική εμφάνιση έκπληξης"
- "Αστείες ιστορίες που έκαναν τους πάντες να γελούν"
- "Πολύ αστείος συγγραφέας"
- "Θα ήταν γελοίο αν δεν είχε πονέσει τόσο πολύ"
- "Μια απίστευτη εμπειρία"
- "Εξευτελιστικές αντίκες των δικαστηρίων"
- συνώνυμο:
- διασκεδαστικό ,
- κόμικ ,
- κωμικόσ ,
- αστείος ,
- γελαστόσ ,
- καθρέφτησ ,
- ευκίνητοσ
Examples of using
I'm reminded of an amusing story.
Θυμάμαι μια διασκεδαστική ιστορία.
I saw an amusing comedy last night.
Χθες το βράδυ είδα μια διασκεδαστική κωμωδία.
Foreign people are amusing.
Οι ξένοι είναι διασκεδαστικοί.