Translation meaning & definition of the word "amuse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amuse
[Διασκεδάζω]/əmjuz/
verb
1. Occupy in an agreeable, entertaining or pleasant fashion
- "The play amused the ladies"
- synonym:
- amuse ,
- divert ,
- disport
1. Καταλάβετε με ευχάριστο, διασκεδαστικό ή ευχάριστο τρόπο
- "Το παιχνίδι διασκέδαζε τις κυρίες"
- συνώνυμο:
- διασκεδάζω ,
- εκτρέπω ,
- αποσυνδέω
2. Make (somebody) laugh
- "The clown amused the children"
- synonym:
- amuse
2. Κάντε (κάποιος) γέλιο
- "Ο κλόουν διασκέδαζε τα παιδιά"
- συνώνυμο:
- διασκεδάζω
Examples of using
Small things amuse small minds.
Τα μικρά πράγματα διασκεδάζουν τα μικρά μυαλά.