Translation meaning & definition of the word "amputation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπολογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amputation
[Ανακατατακτήσεισ]/æmpjəteʃən/
noun
1. A condition of disability resulting from the loss of one or more limbs
- synonym:
- amputation
1. Μια κατάσταση αναπηρίας που προκύπτει από την απώλεια ενός ή περισσότερων άκρων
- συνώνυμο:
- ακρωτηριασμός
2. A surgical removal of all or part of a limb
- synonym:
- amputation
2. Χειρουργική αφαίρεση ολόκληρου ή μέρους ενός άκρου
- συνώνυμο:
- ακρωτηριασμός
Examples of using
An amputation is needed.
Χρειάζεται ακρωτηριασμός.