Translation meaning & definition of the word "amputate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφισβήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amputate
[Αμπουτάνα]/æmpjətet/
verb
1. Remove surgically
- "Amputate limbs"
- synonym:
- amputate ,
- cut off
1. Αφαιρέστε χειρουργικά
- "Αμπούτια άκρα"
- συνώνυμο:
- ακρωτηριασμένο ,
- κόβω