Translation meaning & definition of the word "amply" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπροστά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amply
[Μαλλιαρά]/æmpli/
adverb
1. To an ample degree or in an ample manner
- "These voices were amply represented"
- "We benefited richly"
- synonym:
- amply ,
- richly
1. Σε άφθονο βαθμό ή με άφθονο τρόπο
- "Αυτές οι φωνές εκπροσωπούνταν ευρέως"
- "Ωφεληθήκαμε πλούσια"
- συνώνυμο:
- απλά ,
- πλούσια
2. Sufficiently
- More than adequately
- "The evidence amply (or fully) confirms our suspicions"
- "They were fully (or amply) fed"
- synonym:
- amply ,
- fully
2. Επαρκώς
- Περισσότερο από επαρκώς
- "Τα αποδεικτικά στοιχεία απλά ( επιβεβαιώνουν πλήρως τις υποψίες μας"
- "Τρέφονταν πλήρως ( ή απλα)"
- συνώνυμο:
- απλά ,
- πλήρως