Translation meaning & definition of the word "amplitude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγνωμοσύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amplitude
[Συναρπαστικότητα]/æmplətud/
noun
1. (physics) the maximum displacement of a periodic wave
- synonym:
- amplitude
1. (φυσική) η μέγιστη μετατόπιση ενός περιοδικού κύματος
- συνώνυμο:
- εύρος
2. The property of copious abundance
- synonym:
- amplitude ,
- bountifulness ,
- bounty
2. Η ιδιοκτησία της άφθονης αφθονίας
- συνώνυμο:
- εύρος ,
- αφθονία ,
- γενναιοδωρία
3. Greatness of magnitude
- synonym:
- amplitude
3. Μεγαλείο μεγέθους
- συνώνυμο:
- εύρος