Translation meaning & definition of the word "amplification" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amplification
[Ενίσχυση]/æmpləfəkeʃən/
noun
1. Addition of extra material or illustration or clarifying detail
- "A few remarks added in amplification and defense"
- "An elaboration of the sketch followed"
- synonym:
- amplification ,
- elaboration
1. Προσθήκη επιπλέον υλικού ή απεικόνισης ή διευκρίνισης λεπτομερειών
- "Μερικές παρατηρήσεις προστέθηκαν στην ενίσχυση και την άμυνα"
- "Ακολούθησε επεξεργασία του σκίτσου"
- συνώνυμο:
- ενίσχυση ,
- επεξεργασία
2. The amount of increase in signal power or voltage or current expressed as the ratio of output to input
- synonym:
- amplification ,
- gain
2. Το ποσό αύξησης της ισχύος του σήματος ή της τάσης ή του ρεύματος που εκφράζεται ως αναλογία εξόδου προς είσοδο
- συνώνυμο:
- ενίσχυση ,
- κέρδος
3. (electronics) the act of increasing voltage or power or current
- synonym:
- amplification
3. (ηλεκτρονική) η πράξη της αύξησης της τάσης ή της ισχύος ή του ρεύματος
- συνώνυμο:
- ενίσχυση