Translation meaning & definition of the word "amphibian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφίβια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amphibian
[Αμφίβια]/æmfɪbiən/
noun
1. A flat-bottomed motor vehicle that can travel on land or water
- synonym:
- amphibian ,
- amphibious vehicle
1. Ένα επίπεδο μηχανοκίνητο όχημα που μπορεί να ταξιδέψει στο έδαφος ή το νερό
- συνώνυμο:
- αμφίβια ,
- αμφίβιο όχημα
2. An airplane designed to take off and land on water
- synonym:
- amphibian ,
- amphibious aircraft
2. Ένα αεροπλάνο σχεδιασμένο να απογειώνεται και να προσγειώνεται στο νερό
- συνώνυμο:
- αμφίβια ,
- αμφίβια αεροσκάφη
3. Cold-blooded vertebrate typically living on land but breeding in water
- Aquatic larvae undergo metamorphosis into adult form
- synonym:
- amphibian
3. Ψυχρόαιμα σπονδυλωτά που ζουν συνήθως στην ξηρά, αλλά αναπαράγονται στο νερό
- Οι υδρόβιες προνύμφες υφίστανται μεταμόρφωση σε μορφή ενηλίκων
- συνώνυμο:
- αμφίβια
adjective
1. Relating to or characteristic of animals of the class amphibia
- synonym:
- amphibious ,
- amphibian
1. Σχετικά ή χαρακτηριστικά των ζώων της κατηγορίας αμφίβια
- συνώνυμο:
- αμφίβια