Translation meaning & definition of the word "amour" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ατμόσφαιρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amour
[Αγάπη]/ɑmur/
noun
1. A usually secretive or illicit sexual relationship
- synonym:
- affair ,
- affaire ,
- intimacy ,
- liaison ,
- involvement ,
- amour
1. Μια συνήθως μυστικοπαθής ή παράνομη σεξουαλική σχέση
- συνώνυμο:
- υπόθεση ,
- επιτίθεμαι ,
- οικειότητα ,
- σύνδεσμος ,
- συμμετοχή ,
- ερωτεύω