Translation meaning & definition of the word "amor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμόρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amor
[Αμόρ]/æmər/
noun
1. (roman mythology) god of love
- Counterpart of greek eros
- synonym:
- Cupid ,
- Amor
1. (ρωμαϊκή μυθολογία) θεός της αγάπης
- Αντίστοιχο ελληνικού έρωτα
- συνώνυμο:
- Έρωσ ,
- Αμόρ