Translation meaning & definition of the word "amok" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμόκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amok
[Αμόκ]/əmək/
adjective
1. Frenzied as if possessed by a demon
- "The soldier was completely amuck"
- "Berserk with grief"
- "A berserk worker smashing windows"
- synonym:
- amuck ,
- amok ,
- berserk ,
- demoniac ,
- demoniacal ,
- possessed(p)
1. Φρενήρης σαν να κατέχεται από έναν δαίμονα
- "Ο στρατιώτης ήταν εντελώς απατηλός"
- "Κολαστικός με θλίψη"
- "Ένας εργάτης του μπέρσκ που σπάει παράθυρα"
- συνώνυμο:
- αμύγδαλο ,
- αμόκ ,
- μπέρσκερ ,
- δαιμονισμένοσ ,
- δαιμονικόσ ,
- κατεδα()
adverb
1. Wildly
- Without self-control
- "When the restaurant caught fire the patrons ran amuck, blocking the exit"
- synonym:
- amok ,
- amuck
1. Άγρια
- Χωρίς αυτοέλεγχο
- "Όταν το εστιατόριο έπιασε φωτιά οι προστάτες έτρεξαν από την απάτη, εμποδίζοντας την έξοδο"
- συνώνυμο:
- αμόκ ,
- αμύγδαλο
2. In a murderous frenzy
- "Rioters running amuck and throwing sticks and bottles and stones"
- synonym:
- amok ,
- amuck ,
- murderously
2. Σε μια δολοφονική φρενίτιδα
- "Ταραξίες που τρέχουν και ρίχνουν μπαστούνια και μπουκάλια και πέτρες"
- συνώνυμο:
- αμόκ ,
- αμύγδαλο ,
- δολοφονικά