Translation meaning & definition of the word "amnesty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμνηστία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amnesty
[Αμνηστία]/æmnəsti/
noun
1. A period during which offenders are exempt from punishment
- synonym:
- amnesty
1. Περίοδο κατά την οποία οι παραβάτες εξαιρούνται από την τιμωρία
- συνώνυμο:
- αμνηστία
2. A warrant granting release from punishment for an offense
- synonym:
- pardon ,
- amnesty
2. Ένταλμα χορήγησης απελευθέρωσης από την τιμωρία για αδίκημα
- συνώνυμο:
- συγγνώμη ,
- αμνηστία
3. The formal act of liberating someone
- synonym:
- amnesty ,
- pardon ,
- free pardon
3. Η επίσημη πράξη της απελευθέρωσης κάποιου
- συνώνυμο:
- αμνηστία ,
- συγγνώμη ,
- δωρεάν συγχώρεση
verb
1. Grant a pardon to (a group of people)
- synonym:
- amnesty
1. Δώστε μια συγχώρεση στην ομάδα ανθρώπων(
- συνώνυμο:
- αμνηστία