Translation meaning & definition of the word "ammunition" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυρομαχικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ammunition
[Πυρομαχικά]/æmjənɪʃən/
noun
1. Projectiles to be fired from a gun
- synonym:
- ammunition ,
- ammo
1. Βλήματα που πρέπει να απολυθούν από ένα όπλο
- συνώνυμο:
- πυρομαχικά
2. Any nuclear or chemical or biological material that can be used as a weapon of mass destruction
- synonym:
- ammunition
2. Οποιοδήποτε πυρηνικό ή χημικό ή βιολογικό υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο μαζικής καταστροφής
- συνώνυμο:
- πυρομαχικά
3. Information that can be used to attack or defend a claim or argument or viewpoint
- "His admission provided ammunition for his critics"
- synonym:
- ammunition
3. Πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να επιτεθούν ή να υπερασπιστούν μια αξίωση ή ένα επιχείρημα ή άποψη
- "Η εισαγωγή του παρείχε πυρομαχικά στους επικριτές του"
- συνώνυμο:
- πυρομαχικά
Examples of using
I don't waste ammunition.
Δεν σπαταλάω πυρομαχικά.
The hunter put ammunition in the gun.
Ο κυνηγός έβαλε πυρομαχικά στο όπλο.
Praise the Lord and pass the ammunition.
Δόξα στον Κύριο και πέρασε τα πυρομαχικά.