Translation meaning & definition of the word "ammonium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμμώνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ammonium
[Αμμωνίου]/əmoʊniəm/
noun
1. The ion nh4 derived from ammonia
- Behaves in many respects like an alkali metal ion
- synonym:
- ammonium ,
- ammonium ion
1. Το ιόν νη4 προέρχεται από αμμωνία
- Συμπεριφέρεται από πολλές απόψεις σαν ένα αλκαλικό μεταλλικό ιόν
- συνώνυμο:
- αμμώνιο ,
- ιόντιο αμμωνίου