Translation meaning & definition of the word "ammonia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμμωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ammonia
[Αμμωνία]/əmoʊnjə/
noun
1. A water solution of ammonia
- synonym:
- ammonia water ,
- ammonia ,
- ammonium hydroxide
1. Διάλυμα νερού αμμωνίας
- συνώνυμο:
- νερό αμμωνίας ,
- αμμωνία ,
- υδροξείδιο του αμμωνίου
2. A pungent gas compounded of nitrogen and hydrogen (nh3)
- synonym:
- ammonia
2. Ένα πικάντικο αέριο που επιδεινώνεται από άζωτο και υδρογόνο (να3)
- συνώνυμο:
- αμμωνία