Translation meaning & definition of the word "ammo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμμω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ammo
[Αμμό]/æmoʊ/
noun
1. Projectiles to be fired from a gun
- synonym:
- ammunition ,
- ammo
1. Βλήματα που πρέπει να απολυθούν από ένα όπλο
- συνώνυμο:
- πυρομαχικά