Translation meaning & definition of the word "amiss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμαρτία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amiss
[Ελεύθερος]/əmɪs/
adjective
1. Not functioning properly
- "Something is amiss"
- "Has gone completely haywire"
- "Something is wrong with the engine"
- synonym:
- amiss(p) ,
- awry(p) ,
- haywire ,
- wrong(p)
1. Δεν λειτουργεί σωστά
- "Κάτι είναι λάθος"
- "Έχει πάει εντελώς αλάτι"
- "Κάτι δεν πάει καλά με τον κινητήρα"
- συνώνυμο:
- αμισ()<TAG1> ,
- υπ()<TAG1> ,
- αγκυροβόλιο ,
- λάθος()<TAG1>
adverb
1. Away from the correct or expected course
- "Something has gone awry in our plans"
- "Something went badly amiss in the preparations"
- synonym:
- awry ,
- amiss
1. Μακριά από τη σωστή ή αναμενόμενη πορεία
- "Κάτι έχει πάει στραβά στα σχέδιά μας"
- "Κάτι πήγε άσχημα στις προετοιμασίες"
- συνώνυμο:
- λαχταρώ ,
- είμαι ευγενής
2. In an improper or mistaken or unfortunate manner
- "If you think him guilty you judge amiss"
- "He spoke amiss"
- "No one took it amiss when she spoke frankly"
- synonym:
- amiss
2. Με ακατάλληλο ή λανθασμένο ή ατυχή τρόπο
- "Αν νομίζετε ότι είναι ένοχος κρίνετε λάθος"
- "Μιλούσε λάθος"
- "Κανείς δεν το πήρε στραβά όταν μίλησε ειλικρινά"
- συνώνυμο:
- είμαι ευγενής
3. In an imperfect or faulty way
- "The lobe was imperfectly developed"
- "Miss bennet would not play at all amiss if she practiced more"- jane austen
- synonym:
- imperfectly ,
- amiss
3. Με ατελή ή ελαττωματικό τρόπο
- "Ο λοβός αναπτύχθηκε ατελώς"
- "Η κυρία μπένετ δεν θα έπαιζε καθόλου άσχημα αν ασκούσε περισσότερα" - τζέιν όστεν
- συνώνυμο:
- ατελώσ ,
- είμαι ευγενής