Translation meaning & definition of the word "amir" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμίρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amir
[Αμίρ]/əmɪr/
noun
1. An independent ruler or chieftain (especially in africa or arabia)
- synonym:
- emir ,
- amir ,
- emeer ,
- ameer
1. Ένας ανεξάρτητος ηγεμόνας ή οπλαρχηγός (ειδικά στην αφρική ή την αραβία)
- συνώνυμο:
- εμίρης ,
- αμίρ ,
- εμερικ ,
- ερασιτέχνησ