Translation meaning & definition of the word "amiable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφισβητήσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amiable
[Ευχάριστοσ]/emiəbəl/
adjective
1. Disposed to please
- "An amiable villain with a cocky sidelong grin"- hal hinson
- synonym:
- amiable ,
- good-humored ,
- good-humoured
1. Πρόθυμος να παρακαλώ
- "Ένας αξιόλογος κακοποιός με ένα πουλί παράνομο χαμόγελο" - χαλ χίνσον
- συνώνυμο:
- ευγενικός ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- καλοτυρμένος
2. Diffusing warmth and friendliness
- "An affable smile"
- "An amiable gathering"
- "Cordial relations"
- "A cordial greeting"
- "A genial host"
- synonym:
- affable ,
- amiable ,
- cordial ,
- genial
2. Διάχυση ζεστασιάς και φιλικότητας
- "Ένα ευχάριστο χαμόγελο"
- "Μια αξιόπιστη συγκέντρωση"
- "Καταπληκτικές σχέσεις"
- "Ένας εγκάρσιος χαιρετισμός"
- "Μια γενική οικοδέσποινα"
- συνώνυμο:
- ευπαθήσ ,
- ευγενικός ,
- εγκάρδια ,
- γενικό