Translation meaning & definition of the word "amethyst" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμέθυστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amethyst
[Αμέθυστοσ]/æmɪθɪst/
noun
1. A transparent purple variety of quartz
- Used as a gemstone
- synonym:
- amethyst
1. Μια διαφανής μωβ ποικιλία χαλαζία
- Χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος
- συνώνυμο:
- αμέθυστοσ
adjective
1. Of a moderate purple color
- synonym:
- amethyst
1. Από μέτριο πορφυρό χρώμα
- συνώνυμο:
- αμέθυστοσ