Translation meaning & definition of the word "amends" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροποποιεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amends
[Τροποποιεί]/əmɛndz/
noun
1. A sum of money paid in compensation for loss or injury
- synonym:
- damages ,
- amends ,
- indemnity ,
- indemnification ,
- restitution ,
- redress
1. Ένα ποσό που καταβάλλεται σε αποζημίωση για απώλεια ή τραυματισμό
- συνώνυμο:
- ζημιές ,
- τροποποιώ ,
- αποζημίωση ,
- επιστροφή ,
- επανόρθωση
2. Something done or paid in expiation of a wrong
- "How can i make amends"
- synonym:
- reparation ,
- amends
2. Κάτι που γίνεται ή πληρώνεται για την αποποίηση ενός λάθους
- "Πώς μπορώ να κάνω τροποποιήσεις"
- συνώνυμο:
- επανόρθωση ,
- τροποποιώ