Translation meaning & definition of the word "amend" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροποποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amend
[Τροποποίηση]/əmɛnd/
verb
1. Make amendments to
- "Amend the document"
- synonym:
- amend
1. Κάνω τροποποιήσεις σε
- "Τροποποιήστε το έγγραφο"
- συνώνυμο:
- τροποποιώ
2. To make better
- "The editor improved the manuscript with his changes"
- synonym:
- better ,
- improve ,
- amend ,
- ameliorate ,
- meliorate
2. Για να βελτιωθεί
- "Ο συντάκτης βελτίωσε το χειρόγραφο με τις αλλαγές του"
- συνώνυμο:
- καλύτερα ,
- βελτιώνω ,
- τροποποιώ
3. Set straight or right
- "Remedy these deficiencies"
- "Rectify the inequities in salaries"
- "Repair an oversight"
- synonym:
- rectify ,
- remediate ,
- remedy ,
- repair ,
- amend
3. Τοποθετήστε ευθεία ή δεξιά
- "Απομείνετε αυτές τις ελλείψεις"
- "Επανορθώστε τις ανισότητες στους μισθούς"
- "Επισκευή εποπτείας"
- συνώνυμο:
- διορθώνω ,
- αποκαθιστώ ,
- θεραπεία ,
- επισκευή ,
- τροποποιώ
Examples of using
Some people want to amend the constitution.
Κάποιοι θέλουν να τροποποιήσουν το Σύνταγμα.