Translation meaning & definition of the word "amenable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενεργοποιήσιμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amenable
[Εναρμονιζόμενο]/əmɛnəbəl/
adjective
1. Disposed or willing to comply
- "Someone amenable to persuasion"
- synonym:
- amenable ,
- conformable
1. Διατεθειμένος ή πρόθυμος να συμμορφωθεί
- "Κάποιος υποτίθεται στην πειθώ"
- συνώνυμο:
- επιδεκτικόσ ,
- συμμορφούμενοσ
2. Readily reacting to suggestions and influences
- "A responsive student"
- synonym:
- amenable ,
- tractable
2. Αντιδρά εύκολα σε προτάσεις και επιρροές
- "Ανταποκρινόμενος μαθητής"
- συνώνυμο:
- επιδεκτικόσ ,
- ευνοητόσ
3. Open to being acted upon in a certain way
- "An amenable hospitalization should not result in untimely death"
- "The tumor was not amenable to surgical treatment"
- synonym:
- amenable
3. Ανοιχτό να ενεργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Μια επιδεκτική νοσηλεία δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε πρόωρο θάνατο"
- "Ο όγκος δεν ήταν επιρρεπής σε χειρουργική θεραπεία"
- συνώνυμο:
- επιδεκτικόσ
4. Liable to answer to a higher authority
- "The president is amenable to the constitutional court"
- synonym:
- amenable
4. Υποχρέωση απάντησης σε ανώτερη αρχή
- "Ο πρόεδρος είναι υπόλογος στο συνταγματικό δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- επιδεκτικόσ