Translation meaning & definition of the word "ambulance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αρραβώνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ambulance
[Ασθενοφόρο]/æmbjələns/
noun
1. A vehicle that takes people to and from hospitals
- synonym:
- ambulance
1. Ένα όχημα που μεταφέρει τους ανθρώπους από και προς τα νοσοκομεία
- συνώνυμο:
- ασθενοφόρο
Examples of using
Let's call for the ambulance.
Ας καλέσουμε το ασθενοφόρο.
He's hurt! Call an ambulance!
Είναι πληγωμένος! Καλέστε ένα ασθενοφόρο!
I'll call an ambulance.
Θα καλέσω ασθενοφόρο.