Translation meaning & definition of the word "ambitious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλόδοξο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ambitious
[Φιλόδοξοσ]/æmbɪʃəs/
adjective
1. Having a strong desire for success or achievement
- synonym:
- ambitious
1. Να έχει μια ισχυρή επιθυμία για επιτυχία ή επίτευξη
- συνώνυμο:
- φιλόδοξος
2. Requiring full use of your abilities or resources
- "Ambitious schedule"
- "Performed the most challenging task without a mistake"
- synonym:
- ambitious ,
- challenging
2. Απαιτεί πλήρη χρήση των ικανοτήτων ή των πόρων σας
- "Φιλόδοξο πρόγραμμα"
- "Πραγματοποίησε το πιο δύσκολο έργο χωρίς λάθος"
- συνώνυμο:
- φιλόδοξος ,
- προκλητικός
Examples of using
I'm ambitious.
Είμαι φιλόδοξος.
It's an ambitious project.
Είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο.
Kazuo is an ambitious young man.
Ο Καζούο είναι ένας φιλόδοξος νεαρός.