Translation meaning & definition of the word "ambiguity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαφήνεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ambiguity
[Αμφιθυμία]/æmbɪgjuəti/
noun
1. An expression whose meaning cannot be determined from its context
- synonym:
- ambiguity
1. Μια έκφραση της οποίας το νόημα δεν μπορεί να καθοριστεί από το πλαίσιό της
- συνώνυμο:
- ασάφεια
2. Unclearness by virtue of having more than one meaning
- synonym:
- ambiguity ,
- equivocalness
2. Ασαφήνεια λόγω του ότι έχουν περισσότερα από ένα νόημα
- συνώνυμο:
- ασάφεια ,
- διφορούμενο
Examples of using
There is just so much beauty in ambiguity!
Υπάρχει τόση ομορφιά στην ασάφεια!