Translation meaning & definition of the word "ambient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιβάλλον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ambient
[Περιβαλλοντικός]/æmbiənt/
adjective
1. Completely enveloping
- "The ambient air"
- "Ambient sound"
- "The ambient temperature"
- synonym:
- ambient
1. Εντελώς περιβάλλον
- "Ο ατμοσφαιρικός αέρας"
- "Ήχος περιβάλλοντος"
- "Η περιβαλλοντική θερμοκρασία"
- συνώνυμο:
- περιβάλλον