Translation meaning & definition of the word "amber" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεχριμπάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amber
[Κεχριμπάρι]/æmbər/
noun
1. A deep yellow color
- "An amber light illuminated the room"
- "He admired the gold of her hair"
- synonym:
- amber ,
- gold
1. Ένα βαθύ κίτρινο χρώμα
- "Ένα κεχριμπαρένιο φως φώτιζε το δωμάτιο"
- "Θαύμαζε το χρυσό των μαλλιών της"
- συνώνυμο:
- αμπέρ ,
- χρυσός
2. A hard yellowish to brownish translucent fossil resin
- Used for jewelry
- synonym:
- amber
2. Μια σκληρή κιτρινωπή έως καφετιά ημιδιαφανής απολιθωμένη ρητίνη
- Χρησιμοποιείται για κοσμήματα
- συνώνυμο:
- αμπέρ
adjective
1. Of a medium to dark brownish yellow color
- synonym:
- amber ,
- brownish-yellow ,
- yellow-brown
1. Από ένα μεσαίο έως σκούρο καφέ κίτρινο χρώμα
- συνώνυμο:
- αμπέρ ,
- καφετί-κίτρινο ,
- κίτρινο-καφέ
Examples of using
Transcending time, the insects of ages gone past dance livelily in amber.
Υπερβαίνοντας το χρόνο, τα έντομα των αιώνων πέρασαν από το χορό ζωντανά στο κεχριμπάρι.