Translation meaning & definition of the word "amaze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταπλήξει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Amaze
[Καταπλήσσω]/əmez/
verb
1. Affect with wonder
- "Your ability to speak six languages amazes me!"
- synonym:
- amaze ,
- astonish ,
- astound
1. Επηρεάζει με θαύμα
- "Η ικανότητά σας να μιλάτε έξι γλώσσες με εκπλήσσει!"
- συνώνυμο:
- αμαντί ,
- έκπληξη ,
- εκπλήσσω
2. Be a mystery or bewildering to
- "This beats me!"
- "Got me--i don't know the answer!"
- "A vexing problem"
- "This question really stuck me"
- synonym:
- perplex ,
- vex ,
- stick ,
- get ,
- puzzle ,
- mystify ,
- baffle ,
- beat ,
- pose ,
- bewilder ,
- flummox ,
- stupefy ,
- nonplus ,
- gravel ,
- amaze ,
- dumbfound
2. Να είσαι μυστήριο ή να είσαι μπερδεμένος με
- "Αυτό με χτυπάει!"
- "Πήγαινέ με- δεν ξέρω την απάντηση!"
- "Ένα πρόβλημα"
- "Αυτή η ερώτηση με τράβηξε πραγματικά"
- συνώνυμο:
- περίπλοκοσ ,
- βεχ ,
- κολλώ ,
- παίρνω ,
- παζλ ,
- μυστικοποιώ ,
- παλλόμενοσ ,
- νικητής ,
- πόζα ,
- μπερδεμένοσ ,
- φλουμουντ ,
- πανούργοσ ,
- αποσυνδέεται ,
- χαλίκι ,
- αμαντί ,
- αλτήρασ
Examples of using
Tom never ceases to amaze me.
Ο Τομ δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει.
His aristocratic manners amaze me.
Οι αριστοκρατικοί του τρόποι με εκπλήσσουν.