Translation meaning & definition of the word "am" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Am
[Αμ]/æm/
noun
1. A radioactive transuranic metallic element
- Discovered by bombarding uranium with helium atoms
- synonym:
- americium ,
- Am ,
- atomic number 95
1. Ένα ραδιενεργό υπερφουρανικό μεταλλικό στοιχείο
- Ανακαλύφθηκε βομβαρδίζοντας ουράνιο με άτομα ηλίου
- συνώνυμο:
- αμερική ,
- Αμ ,
- ατομικός αριθμός 95
2. A master's degree in arts and sciences
- synonym:
- Master of Arts ,
- MA ,
- Artium Magister ,
- AM
2. Μεταπτυχιακό δίπλωμα στις τέχνες και τις επιστήμες
- συνώνυμο:
- Μάστερ των Τεχνών ,
- ΜΑ ,
- Μαγίστρο Άρτιουμ ,
- ΕΊΜΑΙ
3. Modulation of the amplitude of the (radio) carrier wave
- synonym:
- amplitude modulation ,
- AM
3. Διαμόρφωση του πλάτους του κύματος φορέων (ρα)
- συνώνυμο:
- διαμόρφωση εύρους ,
- ΕΊΜΑΙ
Examples of using
I am in Russia.
Είμαι στη Ρωσία.
I am as much in love as on the first day.
Είμαι τόσο ερωτευμένος όσο την πρώτη μέρα.
I am fully aware of Tom's activities.
Γνωρίζω πολύ καλά τις δραστηριότητες του Τομ.