Translation meaning & definition of the word "alumna" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλούμνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alumna
[Αλούμνα]/ələmnə/
noun
1. A person who has received a degree from a school (high school or college or university)
- synonym:
- alumnus ,
- alumna ,
- alum ,
- graduate ,
- grad
1. Ένα άτομο που έχει λάβει πτυχίο από ένα σχολείο (λύκειο ή κολέγιο ή πανεπιστήμιο)
- συνώνυμο:
- απόφοιτος ,
- αλούμνα ,
- αλούμ ,
- βαθμ