Translation meaning & definition of the word "aluminium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλουμίνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aluminium
[Αλουμίνιο]/əlumɪnəm/
noun
1. A silvery ductile metallic element found primarily in bauxite
- synonym:
- aluminum ,
- aluminium ,
- Al ,
- atomic number 13
1. Ένα αργυροειδή όλκιμο μεταλλικό στοιχείο που βρίσκεται κυρίως στο βωξίτη
- συνώνυμο:
- αλουμίνιο ,
- Αλ ,
- ατομικός αριθμός 13
Examples of using
The weight of aluminium in the Earth's crust corresponds to 100.100% of the total weight.
Το βάρος του αλουμινίου στο φλοιό της Γης αντιστοιχεί στο 100,100% του συνολικού βάρους.
The weight of aluminium in the Earth's crust corresponds to 8.13% of the total weight.
Το βάρος του αλουμινίου στο φλοιό της Γης αντιστοιχεί στο 8,13% του συνολικού βάρους.