Translation meaning & definition of the word "altruistic" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αλτρουιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Altruistic
[Αλτρουιστική]/ɔltruɪstɪk/
adjective
1. Showing unselfish concern for the welfare of others
- synonym:
- altruistic ,
- selfless
1. Δείχνοντας ανιδιοτελές ενδιαφέρον για την ευημερία των άλλων
- συνώνυμο:
- αλτρουιστική ,
- ανιδιοτελής