Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "alto" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άλτο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Alto

[Άλτο]
/æltoʊ/

noun

1. A singer whose voice lies in the alto clef

    synonym:
  • alto

1. Ένας τραγουδιστής του οποίου η φωνή βρίσκεται στο άλτο κλεφ

    συνώνυμο:
  • άλτο

2. The lowest female singing voice

    synonym:
  • contralto
  • ,
  • alto

2. Η χαμηλότερη γυναικεία φωνή τραγουδιού

    συνώνυμο:
  • κοντράλτο
  • ,
  • άλτο

3. The highest adult male singing voice

    synonym:
  • countertenor
  • ,
  • alto

3. Η υψηλότερη ενήλικη αρσενική φωνή τραγουδιού

    συνώνυμο:
  • αντισταθμιστήσ
  • ,
  • άλτο

4. (of a musical instrument) the second highest instrument in a family of musical instruments

    synonym:
  • alto

4. ( ενός μουσικού οργάνου) το δεύτερο υψηλότερο όργανο σε μια οικογένεια μουσικών οργάνων

    συνώνυμο:
  • άλτο

5. The pitch range of the lowest female voice

    synonym:
  • alto

5. Το εύρος της χαμηλότερης γυναικείας φωνής

    συνώνυμο:
  • άλτο

adjective

1. Of or being the lowest female voice

    synonym:
  • alto
  • ,
  • contralto

1. Είτε είναι η χαμηλότερη γυναικεία φωνή

    συνώνυμο:
  • άλτο
  • ,
  • κοντράλτο

2. Of or being the highest male voice

  • Having a range above that of tenor
    synonym:
  • countertenor
  • ,
  • alto

2. Από ή είναι η υψηλότερη αρσενική φωνή

  • Έχοντας μια σειρά πάνω από αυτή του τενόρου
    συνώνυμο:
  • αντισταθμιστήσ
  • ,
  • άλτο

3. (of a musical instrument) second highest member of a group

  • "Alto clarinet or recorder"
    synonym:
  • alto

3. ( ενός μουσικού οργάνου) δεύτερο ανώτατο μέλος μιας ομάδας

  • "Άλλο κλαρινέτο ή καταγραφέας"
    συνώνυμο:
  • άλτο