Translation meaning & definition of the word "alteration" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alteration
[Αλλαγή]/ɔltəreʃən/
noun
1. An event that occurs when something passes from one state or phase to another
- "The change was intended to increase sales"
- "This storm is certainly a change for the worse"
- "The neighborhood had undergone few modifications since his last visit years ago"
- synonym:
- change ,
- alteration ,
- modification
1. Ένα γεγονός που συμβαίνει όταν κάτι περνά από τη μία κατάσταση ή φάση στην άλλη
- "Η αλλαγή προοριζόταν για την αύξηση των πωλήσεων"
- "Αυτή η καταιγίδα είναι σίγουρα μια αλλαγή προς το χειρότερο"
- "Η γειτονιά είχε υποστεί λίγες τροποποιήσεις από την τελευταία του επίσκεψη πριν από χρόνια"
- συνώνυμο:
- αλλαγή ,
- τροποποίηση
2. The act of making something different (as e.g. the size of a garment)
- synonym:
- alteration ,
- modification ,
- adjustment
2. Η πράξη της δημιουργίας κάτι διαφορετικού (α π.χ. το μέγεθος ενός ενδύματος)
- συνώνυμο:
- αλλαγή ,
- τροποποίηση ,
- προσαρμογή
3. The act of revising or altering (involving reconsideration and modification)
- "It would require a drastic revision of his opinion"
- synonym:
- revision ,
- alteration
3. Η πράξη της αναθεώρησης ή της μεταβολής της (περιλαμβάνει την επανεξέταση και την τροποποίηση)
- "Θα απαιτούσε μια δραστική αναθεώρηση της γνώμης του"
- συνώνυμο:
- αναθεώρηση ,
- αλλαγή
Examples of using
Any alteration to this certificate renders it invalid and use of an altered certificate could constitute a criminal offence.
Οποιαδήποτε αλλαγή στο παρόν πιστοποιητικό το καθιστά άκυρο και η χρήση τροποποιημένου πιστοποιητικού θα μπορούσε να αποτελέσει ποινικό.
There has been an alteration in our plans.
Υπήρξε μια αλλαγή στα σχέδιά μας.