Translation meaning & definition of the word "alt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alt
[Εναλλακτικός]/ɑlt/
noun
1. Angular distance above the horizon (especially of a celestial object)
- synonym:
- elevation ,
- EL ,
- altitude ,
- ALT
1. Γωνιακή απόσταση πάνω από τον ορίζοντα (ειδικά ενός ουράνιου αντικειμένου)
- συνώνυμο:
- υψόμετρο ,
- ΕΛ ,
- ΒΩΜΌΣ