Translation meaning & definition of the word "alphabetically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλφαβητικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alphabetically
[Αλφαβητικά]/ælfəbɛtɪkli/
adverb
1. In alphabetical order
- "The list was arranged alphabetically"
- synonym:
- alphabetically
1. Με αλφαβητική σειρά
- "Η λίστα ήταν τοποθετημένη αλφαβητικά"
- συνώνυμο:
- αλφαβητικά
Examples of using
We should sort the students' names alphabetically.
Πρέπει να ταξινομήσουμε τα ονόματα των μαθητών αλφαβητικά.