Translation meaning & definition of the word "aloof" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλόφι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aloof
[Αλόφ]/əluf/
adjective
1. Remote in manner
- "Stood apart with aloof dignity"
- "A distant smile"
- "He was upstage with strangers"
- synonym:
- aloof ,
- distant ,
- upstage
1. Απομακρυσμένος με τον τρόπο
- "Ξεχωρίζει με αξιοπρέπεια"
- "Μακρινό χαμόγελο"
- "Ήταν στη σκηνή με τους ξένους"
- συνώνυμο:
- αλόφ ,
- μακρινός ,
- σκηνή
adverb
1. In an aloof manner
- "The local gentry and professional classes had held aloof for the school had accepted their sons readily enough"
- synonym:
- aloof
1. Με απλό τρόπο
- "Οι τοπικές ευγενικές και επαγγελματικές τάξεις είχαν κρατήσει απόμακρες για το σχολείο είχαν δεχθεί τους γιους τους αρκετά εύκολα"
- συνώνυμο:
- αλόφ
Examples of using
He kept himself aloof.
Κρατούσε τον εαυτό του απόμακρο.
He stood aloof.
Στάθηκε απόμακρος.