Translation meaning & definition of the word "alongside" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαζί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alongside
[Παράλληλα]/əlɔŋsaɪd/
adverb
1. Side by side
- "Anchored close aboard another ship"
- synonym:
- aboard ,
- alongside
1. Πλάι-πλάι
- "Αγκυροβολημένος από κοντά σε άλλο πλοίο"
- συνώνυμο:
- επιβαίνων ,
- παράλληλα
Examples of using
Houses were lined up alongside the highway.
Τα σπίτια είχαν παραταχθεί δίπλα στον αυτοκινητόδρομο.
Houses were lined up alongside the highway.
Τα σπίτια είχαν παραταχθεί δίπλα στον αυτοκινητόδρομο.