Translation meaning & definition of the word "along" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαζί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Along
[Κατά μήκος]/əlɔŋ/
adverb
1. With a forward motion
- "We drove along admiring the view"
- "The horse trotted along at a steady pace"
- "The circus traveled on to the next city"
- "Move along"
- "March on"
- synonym:
- along ,
- on
1. Με μια προς τα εμπρός κίνηση
- "Οδήγαμε θαυμάζοντας την άποψη"
- "Το άλογο πέρασε με σταθερό ρυθμό"
- "Το τσίρκο ταξίδεψε στην επόμενη πόλη"
- "Κινηθείτε"
- "Μάρτυρας"
- συνώνυμο:
- πέρα ,
- ενώ
2. In accompaniment or as a companion
- "His little sister came along to the movies"
- "I brought my camera along"
- "Working along with his father"
- synonym:
- along
2. Συνοδεία ή ως σύντροφος
- "Η μικρή του αδελφή ήρθε στις ταινίες"
- "Έφερα την κάμερά μου"
- "Συνεργασία με τον πατέρα του"
- συνώνυμο:
- πέρα
3. To a more advanced state
- "The work is moving along"
- "Well along in their research"
- "Hurrying their education along"
- "Getting along in years"
- synonym:
- along
3. Σε μια πιο προηγμένη κατάσταση
- "Η δουλειά κινείται"
- "Μαζί με την έρευνά τους"
- "Τηρώντας την εκπαίδευσή τους μαζί"
- "Παίρνοντας μαζί σε χρόνια"
- συνώνυμο:
- πέρα
4. In addition (usually followed by `with')
- "We sent them food and some clothing went along in the package"
- "Along with the package came a bill"
- "Consider the advantages along with the disadvantages"
- synonym:
- along
4. Επιπλέον (συνήθως ακολουθείται από `με )
- "Τους στείλαμε φαγητό και κάποια ρούχα πήγαν μαζί στη συσκευασία"
- "Μαζί με το πακέτο ήρθε ένας λογαριασμός"
- "Εξετάστε τα πλεονεκτήματα μαζί με τα μειονεκτήματα"
- συνώνυμο:
- πέρα
5. In line with a length or direction (often followed by `by' or `beside')
- "Pass the word along"
- "Ran along beside me"
- "Cottages along by the river"
- synonym:
- along
5. Σύμφωνα με το μήκος ή την κατεύθυνση (συχνά ακολουθείται από `από' ή `δευτερο-)
- "Περάστε τη λέξη"
- "Και το καλύτερο δίπλα μου"
- "Βαμβάκια δίπλα στο ποτάμι"
- συνώνυμο:
- πέρα
Examples of using
We managed to get along.
Καταφέραμε να προχωρήσουμε.
Do Tom and Mary get along?
Τα πάνε ο Τομ και η Μαίρη?
Isn't it a pity that Tom and Mary can't get along with each other?
Δεν είναι κρίμα που ο Τομ και η Μαίρη δεν μπορούν να συναντηθούν μεταξύ τους?