Translation meaning & definition of the word "aloft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλφτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aloft
[Αλάτι]/əlɔft/
adverb
1. At or on or to the masthead or upper rigging of a ship
- "Climbed aloft to unfurl the sail"
- synonym:
- aloft
1. Στο ή επάνω ή στο κεφάλι του ιστού ή στην ανώτερη σκλήρυνση ενός πλοίου
- "Κλειστό ψηλά για να ξεδιπλώσει το πανί"
- συνώνυμο:
- ψηλά
2. Upward
- "The good news sent her spirits aloft"
- synonym:
- aloft
2. Προς τα πάνω
- "Τα καλά νέα έστειλαν τα πνεύματά της ψηλά"
- συνώνυμο:
- ψηλά
3. At or to great height
- High up in or into the air
- "Eagles were soaring aloft"
- "Dust is whirled aloft"
- synonym:
- aloft
3. Σε ή σε μεγάλο ύψος
- Ψηλά μέσα ή στον αέρα
- "Οι αετοί ανέβαιναν ψηλά"
- "Η σκόνη σφυρίζει ψηλά"
- συνώνυμο:
- ψηλά
4. In the higher atmosphere above the earth
- "Weather conditions aloft are fine"
- synonym:
- aloft
4. Στην ανώτερη ατμόσφαιρα πάνω από τη γη
- "Οι συνθήκες είναι εντάξει"
- συνώνυμο:
- ψηλά
Examples of using
I saw a flock of birds flying aloft.
Είδα ένα κοπάδι από πουλιά να πετούν ψηλά.