Translation meaning & definition of the word "almond" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμύγδαλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Almond
[Αμύγδαλο]/ɑmənd/
noun
1. Small bushy deciduous tree native to asia and north africa having pretty pink blossoms and highly prized edible nuts enclosed in a hard green hull
- Cultivated in southern australia and california
- synonym:
- almond ,
- sweet almond ,
- Prunus dulcis ,
- Prunus amygdalus ,
- Amygdalus communis
1. Μικρό θαμνώδες φυλλοβόλο δέντρο που προέρχεται από την ασία και τη βόρεια αφρική έχοντας αρκετά ροζ άνθη και πολύτιμους βρώσιμους ξηρούς καρπούς
- Καλλιεργείται στη νότια αυστραλία και την καλιφόρνια
- συνώνυμο:
- αμύγδαλο ,
- γλυκό αμύγδαλο ,
- Ντούλτσι ,
- Προύνος αμυγδαλός ,
- Κοινότητα του Αμυγδαλού
2. Oval-shaped edible seed of the almond tree
- synonym:
- almond
2. Βρώσιμος σπόρος σε σχήμα οβάλ της αμυγδαλιάς
- συνώνυμο:
- αμύγδαλο