Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "allow" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτρεπτή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Allow

[Επιτρέπω]
/əlaʊ/

verb

1. Make it possible through a specific action or lack of action for something to happen

  • "This permits the water to rush in"
  • "This sealed door won't allow the water come into the basement"
  • "This will permit the rain to run off"
    synonym:
  • let
  • ,
  • allow
  • ,
  • permit

1. Καταστήστε δυνατή μέσω μιας συγκεκριμένης δράσης ή έλλειψης δράσης για να συμβεί κάτι

  • "Αυτό επιτρέπει στο νερό να βιαστεί"
  • "Αυτή η σφραγισμένη πόρτα δεν θα επιτρέψει στο νερό να έρθει στο υπόγειο"
  • "Αυτό θα επιτρέψει στη βροχή να τρέξει"
    συνώνυμο:
  • αφήστε
  • ,
  • επιτρέπω
  • ,
  • άδεια

2. Consent to, give permission

  • "She permitted her son to visit her estranged husband"
  • "I won't let the police search her basement"
  • "I cannot allow you to see your exam"
    synonym:
  • permit
  • ,
  • allow
  • ,
  • let
  • ,
  • countenance

2. Συγκατάθεση, δώστε άδεια

  • "Επέτρεψε στο γιο της να επισκεφθεί τον αποξενωμένο σύζυγό της"
  • "Δεν θα αφήσω την αστυνομία να ψάξει το υπόγειό της"
  • "Δεν μπορώ να σας επιτρέψω να δείτε τις εξετάσεις σας"
    συνώνυμο:
  • άδεια
  • ,
  • επιτρέπω
  • ,
  • αφήστε
  • ,
  • όψη

3. Let have

  • "Grant permission"
  • "Mandela was allowed few visitors in prison"
    synonym:
  • allow
  • ,
  • grant

3. Αφήστε να

  • "Επιδότηση επιχορήγησης"
  • "Στη μαντέλα επιτράπηκε λίγοι επισκέπτες στη φυλακή"
    συνώνυμο:
  • επιτρέπω
  • ,
  • επιχορήγηση

4. Give or assign a resource to a particular person or cause

  • "I will earmark this money for your research"
  • "She sets aside time for meditation every day"
    synonym:
  • allow
  • ,
  • appropriate
  • ,
  • earmark
  • ,
  • set aside
  • ,
  • reserve

4. Δώστε ή εκχωρήστε έναν πόρο σε ένα συγκεκριμένο άτομο ή αιτία

  • "Θα διαθέσω αυτά τα χρήματα για την έρευνά σας"
  • "Αφήνει στην άκρη χρόνο για διαλογισμό κάθε μέρα"
    συνώνυμο:
  • επιτρέπω
  • ,
  • κατάλληλος
  • ,
  • αγρόκτημα
  • ,
  • αφήνω στην άκρη
  • ,
  • αποθεματικό

5. Make a possibility or provide opportunity for

  • Permit to be attainable or cause to remain
  • "This leaves no room for improvement"
  • "The evidence allows only one conclusion"
  • "Allow for mistakes"
  • "Leave lots of time for the trip"
  • "This procedure provides for lots of leeway"
    synonym:
  • leave
  • ,
  • allow for
  • ,
  • allow
  • ,
  • provide

5. Κάντε μια δυνατότητα ή δώστε την ευκαιρία

  • Η άδεια να είναι εφικτή ή να προκαλέσει την παραμονή
  • "Αυτό δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης"
  • "Τα στοιχεία επιτρέπουν μόνο ένα συμπέρασμα"
  • "Επιτρέπει για λάθη"
  • "Αφήστε πολύ χρόνο για το ταξίδι"
  • "Αυτή η διαδικασία προβλέπει πολλές διακοπές"
    συνώνυμο:
  • αφήνω
  • ,
  • επιτρέπω
  • ,
  • παρέχω

6. Allow or plan for a certain possibility

  • Concede the truth or validity of something
  • "I allow for this possibility"
  • "The seamstress planned for 5% shrinkage after the first wash"
    synonym:
  • allow
  • ,
  • take into account

6. Επιτρέψτε ή σχεδιάστε μια συγκεκριμένη δυνατότητα

  • Παραδέχεται την αλήθεια ή την εγκυρότητα κάποιου πράγματος
  • "Επιτρέπω αυτή τη δυνατότητα"
  • "Η ραπτική προγραμματίζεται για συρρίκνωση 5% μετά την πρώτη πλύση"
    συνώνυμο:
  • επιτρέπω
  • ,
  • λαμβάνω υπόψη

7. Afford possibility

  • "This problem admits of no solution"
  • "This short story allows of several different interpretations"
    synonym:
  • admit
  • ,
  • allow

7. Πιθανότητα παροχής

  • "Αυτό το πρόβλημα δεν παραδέχεται καμία λύση"
  • "Αυτή η σύντομη ιστορία επιτρέπει διάφορες ερμηνείες"
    συνώνυμο:
  • παραδέχομαι
  • ,
  • επιτρέπω

8. Allow the other (baseball) team to score

  • "Give up a run"
    synonym:
  • give up
  • ,
  • allow

8. Επιτρέψτε στην άλλη ομάδα ( να σκοράρει

  • "Δώστε ένα τρέξιμο"
    συνώνυμο:
  • εγκαταλείπω
  • ,
  • επιτρέπω

9. Grant as a discount or in exchange

  • "The camera store owner allowed me $50 on my old camera"
    synonym:
  • allow

9. Επιχορήγηση ως έκπτωση ή σε αντάλλαγμα

  • "Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος της κάμερας μου επέτρεψε $50 στην παλιά μου κάμερα"
    συνώνυμο:
  • επιτρέπω

10. Allow the presence of or allow (an activity) without opposing or prohibiting

  • "We don't allow dogs here"
  • "Children are not permitted beyond this point"
  • "We cannot tolerate smoking in the hospital"
    synonym:
  • allow
  • ,
  • permit
  • ,
  • tolerate

10. Επιτρέψτε την παρουσία ή επιτρέψτε τη δραστηριότητα (ανή χωρίς να αντιταχθείτε ή να απαγορεύσετε

  • "Δεν επιτρέπουμε τα σκυλιά εδώ"
  • "Τα παιδιά δεν επιτρέπονται πέρα από αυτό το σημείο"
  • "Δεν μπορούμε να ανεχτούμε το κάπνισμα στο νοσοκομείο"
    συνώνυμο:
  • επιτρέπω
  • ,
  • άδεια
  • ,
  • ανέχεται

Examples of using

I don't allow you to refer to me as "you".
Δεν σου επιτρέπω να μου αναφέρεσαι ως "εσύ".
I'm afraid I can't allow that.
Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το επιτρέψω.
They won't allow it.
Δεν θα το επιτρέψουν.