Translation meaning & definition of the word "allot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλληλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allot
[Κατανέμω]/əlɑt/
verb
1. Give out
- "We were assigned new uniforms"
- synonym:
- assign ,
- allot ,
- portion
1. Παραδίδω
- "Μας ανατέθηκαν νέες στολές"
- συνώνυμο:
- αναθέτω ,
- παραχώρηση ,
- μερίδα
2. Allow to have
- "Grant a privilege"
- synonym:
- accord ,
- allot ,
- grant
2. Επιτρέπω να έχω
- "Δωρίστε ένα προνόμιο"
- συνώνυμο:
- συμφωνία ,
- παραχώρηση ,
- επιχορήγηση
3. Administer or bestow, as in small portions
- "Administer critical remarks to everyone present"
- "Dole out some money"
- "Shell out pocket money for the children"
- "Deal a blow to someone"
- "The machine dispenses soft drinks"
- synonym:
- distribute ,
- administer ,
- mete out ,
- deal ,
- parcel out ,
- lot ,
- dispense ,
- shell out ,
- deal out ,
- dish out ,
- allot ,
- dole out
3. Χορηγήστε ή παραχωρήστε, όπως σε μικρές μερίδες
- "Διαχειριστείτε κριτικές παρατηρήσεις σε όλους τους παρόντες"
- "Εκτέλεσαν κάποια χρήματα"
- "Βγάλτε τα χρήματα τσέπης για τα παιδιά"
- "Συμφωνήστε ένα χτύπημα σε κάποιον"
- "Η μηχανή διανέμει αναψυκτικά"
- συνώνυμο:
- διανέμω ,
- χορηγώ ,
- εκτελώ ,
- συμφωνία ,
- αποστέλλω ,
- πολύ ,
- απαλλάσσω ,
- πετάω ,
- αποτυγχάνω ,
- πιάτο ,
- παραχώρηση