Translation meaning & definition of the word "alligator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλληλογράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alligator
[Αλιγάτορασ]/æləgetər/
noun
1. Leather made from alligator's hide
- synonym:
- alligator
1. Δέρμα από το κρυφτό του αλιγάτορα
- συνώνυμο:
- αλιγάτορασ
2. Either of two amphibious reptiles related to crocodiles but with shorter broader snouts
- synonym:
- alligator ,
- gator
2. Ένα από τα δύο αμφίβια ερπετά που σχετίζονται με κροκόδειλους αλλά με μικρότερο ευρύτερο ρύγχος
- συνώνυμο:
- αλιγάτορασ ,
- πετάλι
verb
1. Crack and acquire the appearance of alligator hide, as from weathering or improper application
- Of paint and varnishes
- synonym:
- alligator
1. Σπάστε και αποκτήστε την εμφάνιση του αλιγάτορα απόκρυψη, όπως από τις καιρικές συνθήκες ή την ακατάλληλη εφαρμογή
- Από χρώματα και βερνίκια
- συνώνυμο:
- αλιγάτορασ