Translation meaning & definition of the word "allies" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όλλες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allies
[Σύμμαχοι]/ælaɪz/
noun
1. The alliance of nations that fought the axis in world war ii and which (with subsequent additions) signed the charter of the united nations in 1945
- synonym:
- Allies
1. Η συμμαχία των εθνών που πολέμησαν τον άξονα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ιι και που με επακόλουθες προσθήκες ( υπέγραψε το χάρτη των ην
- συνώνυμο:
- Σύμμαχοι
2. In world war i the alliance of great britain and france and russia and all the other nations that became allied with them in opposing the central powers
- synonym:
- Allies
2. Στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο η συμμαχία της μεγάλης βρετανίας και της γαλλίας και της ρωσίας και όλα τα άλλα έθνη που συμμάχησαν μαζί τους
- συνώνυμο:
- Σύμμαχοι
3. An alliance of nations joining together to fight a common enemy
- synonym:
- allies
3. Μια συμμαχία εθνών που ενώνονται μαζί για να πολεμήσουν έναν κοινό εχθρό
- συνώνυμο:
- σύμμαχοι
Examples of using
Hitler and his allies had won battle after battle.
Ο Χίτλερ και οι σύμμαχοί του είχαν κερδίσει τη μάχη μετά τη μάχη.