Translation meaning & definition of the word "allied" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμαχική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allied
[Συμμαχική]/əlaɪd/
adjective
1. Related by common characteristics or ancestry
- "Allied species"
- "Allied studies"
- synonym:
- allied
1. Σχετίζονται με κοινά χαρακτηριστικά ή καταγωγή
- "Συμμαχικά είδη"
- "Συμμαχικές μελέτες"
- συνώνυμο:
- συμμαχικός
2. Of or relating to or denoting the allies in world war ii
- "An allied victory"
- "The allied armies"
- synonym:
- Allied
2. Από ή σχετίζονται με ή δηλώνουν τους συμμάχους στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο
- "Μια συμμαχική νίκη"
- "Οι συμμαχικές δυνάμεις"
- συνώνυμο:
- Συμμαχική
3. Of or relating to or denoting the allies in world war i
- "An allied offensive"
- "The allied powers"
- synonym:
- Allied
3. Από ή σχετίζονται με ή δηλώνουν τους συμμάχους στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο
- "Συμμαχική επίθεση"
- "Οι συμμαχικές δυνάμεις"
- συνώνυμο:
- Συμμαχική
4. United in a confederacy or league
- synonym:
- allied ,
- confederate ,
- confederative
4. Ενωμένοι σε μια συνομοσπονδία ή πρωτάθλημα
- συνώνυμο:
- συμμαχικός ,
- συνομοσπονδία ,
- συνομοσπονδιακή
5. Joined by treaty or agreement
- synonym:
- allied
5. Εντάχθηκε σε συνθήκη ή συμφωνία
- συνώνυμο:
- συμμαχικός