Translation meaning & definition of the word "alliance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμαχία" στην ελληνική γλώσσα
Alliance
[Συμμαχία]noun
1. The state of being allied or confederated
- synonym:
- alliance ,
- confederation
1. Η κατάσταση του να είναι σύμμαχος ή συνομοσπονδιακός
- συνώνυμο:
- συμμαχία ,
- συνομοσπονδία
2. A connection based on kinship or marriage or common interest
- "The shifting alliances within a large family"
- "Their friendship constitutes a powerful bond between them"
- synonym:
- alliance ,
- bond
2. Μια σύνδεση που βασίζεται στη συγγένεια ή το γάμο ή το κοινό συμφέρον
- "Οι μεταβαλλόμενες συμμαχίες μέσα σε μια μεγάλη οικογένεια"
- "Η φιλία τους αποτελεί έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ τους"
- συνώνυμο:
- συμμαχία ,
- δεσμός
3. An organization of people (or countries) involved in a pact or treaty
- synonym:
- alliance ,
- coalition ,
- alignment ,
- alinement
3. Μια οργάνωση των ανθρώπων ( χώρες) που εμπλέκονται σε ένα σύμφωνο ή συνθήκη
- συνώνυμο:
- συμμαχία ,
- συνασπισμός ,
- ευθυγράμμιση
4. A formal agreement establishing an association or alliance between nations or other groups to achieve a particular aim
- synonym:
- alliance
4. Μια επίσημη συμφωνία για την ίδρυση μιας ένωσης ή συμμαχίας μεταξύ εθνών ή άλλων ομάδων για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου
- συνώνυμο:
- συμμαχία
5. The act of forming an alliance or confederation
- synonym:
- confederation ,
- alliance
5. Η πράξη του σχηματισμού μιας συμμαχίας ή μιας συνομοσπονδίας
- συνώνυμο:
- συνομοσπονδία ,
- συμμαχία